λιμός

λιμός
ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή)
μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ' οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν.-αρχ.) πειναλέος άνθρωπος
αρχ.
1. μτφ. έλλειψη αγαθών («λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι», Ευρ.)
2. παροιμ. φρ. «λιμὸς Μήλιος» — λεγόταν για περιπτώσεις μεγάλης πείνας, όπως κατά την πολιορκία τής Μήλου
3. ως κύριο όν. Λιμός
γιος τής Έριδος, προσωποποίηση τού λιμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *li- τής ΙΕ ρίζας *lei- «αφανίζω, αφαιρώ, λιγοστεύω» και «αδύνατος, ισχνός» (πρβλ. λιθουαν. liesas και leīnas «λεπτός, ισχνός», αρχ. σλαβ. libě, libivŭ «ισχνός») και συνδέεται με τους τ. λιάζομαι, λίναμαι, λείρως, καθώς και με τον τ. λοιμός «ασθένεια», παρά τα προβλήματα που παρουσιάζει η εναλλαγή -οι- / -ί- στους δύο τύπους.
ΠΑΡ. λιμώδης, λιμώσσω
αρχ.
λιμαλέος, λιμηρός (Ι)
αρχ.-μσν.
λιμαίνω
μσν.- νεοελλ.
λίμα (II), λιμάρης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λιμοκτονώ
αρχ.
λιμαγχόνη, λιμαγχώ, λιμοδοξώ, λιμοθνής, λιμοκίμβιξ, λιμοκόλαξ, λιμόξηρος, λιμοποιός, λιμουργός, λιμοφορεύς, λιμόψωρος
αρχ.-μσν.
λιψαγχονώ
μσν.
λιμοκοπημένος, λιμοταγισμένος
νεοελλ.
λιμοκοντόρος, λιμοκτόνος. (Β' συνθετικό) αρχ. άλιμος, έκλιμος, πολύλιμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λιμός — Fr.anon. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμός — λῑμός , λιμός Fr.anon. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμός — ο μεγάλη πείνα από έλλειψη τροφίμων: Σε περιόδους πολέμου πολλοί πεθαίνουν από λιμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πολλῶν ὁ λιμὸς γίγνεται διδάσκαλος. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ЛИМОС —    • Λιμός, ο̉ и η̉,          Famеs, олицетворение голода и голодной смерти, которую изображали со впалыми глазами, бледным лицом и взъерошенными волосами. Она считалась дочерью Эриды (Hesiod. theog. 217) и описана Овидием в Ov. met. 8, 798 слл.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Λιμοῖο — Λιμός Fr.anon. masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμοῖς — Λιμός Fr.anon. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμοί — Λιμός Fr.anon. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμοῦ — Λιμός Fr.anon. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμούς — Λιμός Fr.anon. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”